- υπνωτιστικός
- η , ό[ν] относящийся к гипнозу, к гипнотизёру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπνωτιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπνωτιστή ή στον υπνωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνωτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υπνωτιστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υπνωτιστή ή τον υπνωτισμό (βλ. λ.): Υπνωτιστικές μέθοδοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)